- καρβαμιδικό οξύ
- Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο ανθρακικό αμμώνιο. Παρασκευάζεται με επίδραση ξηρής αέριας αμμωνίας σε ξηρό διοξείδιο του άνθρακα, παρουσία ψυχρής απόλυτης αλκοόλης. Είναι υγροσκοπικό και λίγο σταθερό στον αέρα. Οι εστέρες του κ.ο. αποτελούν τις ουρεθάνες ή ουρεθάνια.
Dictionary of Greek. 2013.